Αγιολογικά

Γεώργιος Μεγαλομάρτης και Τροπαιοφόρος Άγιος

Γεννήθηκε περίπου το 275 στην Καππαδοκία από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο άγιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε κτηματική περιουσία. Σε ηλικία 18 ετών ο άγιος στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Όταν ο Διοκλητιανός στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος άγιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους. Συγκεντρώθηκαν για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, όμως τότε ο άγιος Γεώργιος σηκώθηκε και ρώτησε γιατί ήθελε ο βασιλιάς να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσει τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα. Οι παριστάμενοι, αφού τον άκουσαν, προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο άγιος Γεώργιος παρέμεινε σταθερός στην Χριστιανική του πίστη. Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα. Το άλλο πρωί, ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον άγιο για να τον ανακρίνει. Παρά τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα ο άγιος διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να τον δέσουν σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του αγίου, αλλά ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε "Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου" και αμέσως Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε τον Άγιο. Έτσι, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε ο άγιος στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι απορημένοι. Ο Διοκλητιανός όμως διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον άγιο, να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκαλα του. Όντως οι δήμιοι ρίξανε τον άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμιο του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο και με μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν τον άγιο όρθιο να προσεύχεται. Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις για το που έμαθε ο άγιος τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί. Όταν ο άγιος απάντησε πως είναι ο Κύριος αυτός που ενεργεί και όχι μαγικά τεχνάσματα, ο Διοκλητιανός διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν στον άγιο. Και αφού τον έδειραν με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον άγιο να λάμπει σαν Άγγελος. Ο άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στον ύπνο του τον Χριστό που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε ο Διοκλητιανός πήρε τον άγιο στο ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Όταν μπήκε ο άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια. Ο Διοκλητιανός τότε έβγαλε διαταγή και τον αποκεφάλισαν.